- πλάκωμα
- το, -ατος1. κάλυψη με βάρη.2. συνουσία, βιασμός.3. αίσθημα βάρους, δυσφορία, στενοχώρια: Νιώθω πλάκωμα στο στήθος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλάκωμα — το, Ν [πλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλακώνω, η επίστρωση τοίχων ή δαπέδου με πλάκες, πλακόστρωση 2. η πίεση που ασκείται σε κάτι με την τοποθέτηση βάρους επάνω του 3. μτφ. αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι ή στο στήθος («ψυχικό… … Dictionary of Greek
πλακωμάρα — η, Ν αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι ή στο στήθος, πλάκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκωμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα, φαγωμ άρα)] … Dictionary of Greek
πλάκωση — η / πλάκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πλακώ] η πλακόστρωση νεοελλ. μτφ. αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι, στο στήθος ή στην καρδιά, πλάκωμα … Dictionary of Greek